- επιρρακτός
- ἐπιρρακτός, -ή, -όν (Α) [επιρρήγνυμι]1. αυτός που πέφτει με δύναμη κάπου2. (για πόρτα) αυτή που κλείνει από πάνω προς τα κάτω, καταπακτή, γκλαβανή3. (για ποτό) αυτό που κατεβαίνει ορμητικά στον φάρυγγα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιρρακτόν — ἐπιρρακτός dashed on masc acc sg ἐπιρρακτός dashed on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρακτήν — ἐπιρρακτός dashed on fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)